χρεώ

χρεώ
και επικ. τ. χρειώ, -όος και -οῡς, ἡ, και σπαν. τ. ουδ. χρεώ, τὸ, Α
1. χρεία, ανάγκη
2. στέρηση, έλλειψη
3. επιθυμία για κάτι
4. προφητεία, χρησμός («χρειὼ θεσπίζων μεταμώνιον», Ανθ. Παλ.)
5. ενασχόληση
6. μτφ. μοίρα
7. φρ. α) «χρειὼ γίγνεται [ή ἱκάνεται]» — γεννάται, υπάρχει ανάγκη (Ομ. Ιλ.)
β) «χρειὼ ἱκάνει τινά» — παρουσιάζεται ανάγκη σε κάποιον (Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος, επικός κυρίως, τ. θηλ. ον., σχηματισμένος από το θ. τού τ. χρή* «πρέπει, χρειάζεται», με κατάλ. -ώ τών θηλ. (πρβλ. πειθ-ώ, φειδ-ώ), αντί ενός *χρη-ώ (πρβλ. χρέος* / χρεῖος αντί *χρῆος). Ο τ. χρεώ, σπανιότερα και σε μτγν. μόνο κείμενα, απαντά και ως ουδ., πιθ. με συμφυρμό προς τον τ. χρεών* (το). Η λ., τέλος, χρησιμοποιείται και συντάσσεται με τον ίδιο τρόπο όπως και ο τ. χρή*, ενώ, όσον αφορά τη σημ. της, δήλωνε αρχικά την ανάγκη, την έλλειψη και αργότερα έλαβε και τις σημ. «μοίρα» και «υπόθεση, χρέος, ενασχόληση» (για τις σημ. αυτές, πρβλ. τα ομόρριζα χρεών και χρῆμα, αντίστοιχα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χρεώ — want fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρέω — Α ιων. τ. βλ. χρῶ (II) …   Dictionary of Greek

  • χρέω — χράω 2 proclaim pres subj act 1st sg (epic doric ionic aeolic) χράω 2 proclaim pres ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρειοῦς — χρεώ want fem nom/voc pl (epic) χρεώ want fem gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρειώ — χρεώ want fem nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρεών — και χρειών και ιων. τ. χρεόν, τὸ, Α 1. το δέον, το πρέπον, το αναγκαίο και, ειδικότερα: α) το διακηρυσσόμενο από το μαντείο β) το καθορισμένο από τη μοίρα, το πεπρωμένο γ) σπαν. ό,τι συμφέρει ή ό,τι είναι σωστό 2. (με σημ. επιρρ.) με δίκαιο τρόπο …   Dictionary of Greek

  • χρέος — ους, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. χρεῑος και χρῆος και αττ. τ. χρέως και βοιωτ. τ. χρίος και αρκαδ. τ. πληθ. χρήατα και κρητ. τ. πληθ. χρήϊα, τὰ, Α κάθε οφειλή σε χρήμα, σε είδος ή σε υπηρεσία νεοελλ. 1. (νομ.) η παροχή, στο πλαίσιο μιας ενοχικής σχέσης …   Dictionary of Greek

  • χρειῶ — χρείζω want fut ind act 1st sg (attic epic doric) χρεώ want fem nom/voc/acc dual (epic doric aeolic) χρεώ want fem acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Parmenide — Parménide Pour les articles homonymes, voir Parménide (page d homonymie). Parménide d Élée (en grec Παρμενίδης Parmenídês) est un philosophe grec présocratique. Un dialogue de Platon porte aussi son nom (voir Le Parménide) …   Wikipédia en Français

  • Parménide — Pour les articles homonymes, voir Parménide (homonymie). Parménide d Élée Philosophe grec Antiquité …   Wikipédia en Français

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”